- περικρεμής
- περικρεμήςhangingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικρεμής — ές, Α [περικρεμάννυμι] 1. αναρτημένος γύρω από κάτι 2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek